ιστιαρράφος

ιστιαρράφος
ἱστιαρράφος, ὁ (Α)
βλ. ιστιορράφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιστιορράφος — ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α) 1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία 2. δολοπλόκος, μηχανορράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανο ρράφος, νευρο ρράφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”